cross

ΚΑΘΙΣΜΑ ΔΕΚΑΤΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ

Ψαλμός ΡΑ’. 101
Ερμηνεία
Κύριε, εισάκουσον της προσευχής μου, και η κραυγή μου προς σε ελθέτω. Μή αποστρέψης το πρόσωπον σου απ’ εμού εν ή αν ημέρα θλίβωμαι, κλίνον προς με το ούς σου· εν ή αν ημέρα επικαλέσωμαι σε, ταχύ επάκουσον μου. ’Οτι εξέλιπον ωσεί καπνός αι ημέραι μου, και τα οστά μου ωσεί φρύγιον συνεφρύγησαν. Επλήγην ωσεί χόρτος και εξηράνθη η καρδία μου, ότι επελαθόμην του φαγείν τον άρτον μου. Από φωνής του στεναγμού μου εκολλήθη το οστούν μου τη σαρκί μου. Ωμοιώθην πελεκάνι ερημικώ, εγενήθην ωσεί νυκτικόραξ εν οικοπέδω. Ηγρύπνησα και εγενόμην ως στρουθίον μονάζον επί δώματος. ’Ολην την ημέραν ωνείδιζον με οι εχθροί μου, και οι επαινούντες με κατ’εμού ώμνυον. ’Οτι σποδόν ωσεί άρτον έφαγον και το πόμα μου μετά κλαυθμού εκίρνων. Από προσώπου της οργής σου και του θυμού σου, ότι επάρας κατέρραξας με. Αι ημέραι μου ωσεί σκιά εκλίθησαν, καγώ ωσεί χόρτος εξηράνθην. Σύ δε, Κύριε, εις τον αιώνα μένεις, και το μνημόσυνον σου εις γενεάν και γενεάν. Σύ αναστάς οικτειρήσεις την Σιών, ότι καιρός του οικτειρήσαι αυτήν, ότι ήκει καιρός. ’Οτι ευδόκησαν οι δούλοι σου τους λίθους αυτής· και τον χούν αυτής οικτειρήσουσι. Και φοβηθήσονται τα έθνη το όνομα σου, Κύριε, και πάντες οι βασιλείς της γης την δόξαν σου. ’Οτι οικοδομήσει Κύριος την Σιών και οφθήσεται εν τη δόξη αυτού. Επέβλεψεν επί την προσευχήν των ταπεινών και ούκ εξουδένωσε την δέησιν αυτών. Γραφήτω αύτη εις γενεάν ετέραν και λαός, ο κτιζόμενος, αινέσει τον Κύριον. ’Οτι εξέκυψεν εξ ύψους αγίου αυτού, Κύριος εξ ουρανού επί την γην επέβλεψε. Του ακούσαι του στεναγμού των πεπεδημένων, του λύσαι τους υιούς των τεθανατωμένων. Του αναγγείλαι εν Σιών το όνομα Κυρίου και την αίνεσιν αυτού εν Ιερουσαλήμ. Εν τω επισυναχθήναι λαούς επί το αυτό και βασιλείς του δουλεύειν τω Κυρίω. Απεκρίθη αυτώ εν οδώ ισχύος αυτού· την ολιγότητα των ημερών μου ανάγγειλον μοι. Μη αναγάγης με εν ημίσει ημερών μου· εν γενεά γενεών τα έτη σου. Κατ’ αρχάς σύ, Κύριε, την γην εθεμελίωσας, και έργα των χειρών σου είσιν οι ουρανοί. Αυτοί απολούνται συ δε διαμένεις· και πάντες ως ιμάτιον παλαιωθήσονται, και ωσεί περιβόλαιον ελίξεις αυτούς και αλλαγήσονται. Συ δε ο αυτός ει και τα έτη σου ούκ εκλείψουσι. Οι υιοί των δούλων σου κατασκηνώσουσι, και το σπέρμα αυτών εις τον αιώνα κατευθυνθήσεται.
Ψαλμός ΡΒ’. 102
Ερμηνεία
Ευλόγει η ψυχή μου, τον Κύριον, και πάντα τα εντός μου το όνομα το άγιον αυτού. Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριον, και μή επιλανθάνου πάσας τας ανταποδόσεις αυτού. Τον ευϊλατεύοντα πάσας τας ανομίας σου, τον ιώμενον πάσας τας νόσους σου. Τον λυτρούμενον εκ φθοράς την ζωήν σου, τον στεφανούντα σε εν ελέει και οικτιρμοίς. Τον εμπιπλώντα εν αγαθοίς την επιθυμίαν σου, ανακαινισθήσεται ως αετού η νεότης σου. Ποιών ελεημοσύνας ο Κύριος, και κρίμα πάσι τοις αδικουμένοις. Εγνώρισε τας οδούς αυτού τω Μωϋσή, τοις υιοίς Ισραήλ τα θελήματα αυτού. Οικτίρμων και ελεήμων ο Κύριος, μακρόθυμος και πολυέλεος· ούκ εις τέλος οργισθήσεται, ουδέ εις τον αιώνα μηνιεί. Ού κατά τας ανομίας ημών εποίησεν ημίν, ουδέ κατά τας αμαρτίας ημών ανταπέδωκεν ημίν. ’Οτι κατά το ύψος του ουρανού από της γης εκραταίωσε Κύριος το έλεος αυτού επί τους φοβουμένους αυτόν. Καθόσον απέχουσιν ανατολαί από δυσμών, εμάκρυνεν αφ’ ημών τας ανομίας ημών. Καθώς οικτείρει πατήρ υιούς, ωκτείρησε Κύριος τους φοβουμένους αυτόν, ότι αυτός εγνω το πλάσμα ημών, εμνήσθη ότι χούς έσμεν. ’Ανθρωπος, ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού, ωσεί άνθος του αγρού ούτως εξανθήσει. ’Οτι πνεύμα διήλθεν εν αυτώ, και ούχ υπάρξει και ούκ επιγνώσεται έτι τον τόπον αυτού. Το δε έλεος του Κυρίου από του αιώνος και έως του αιώνος επί τους φοβουμένους αυτόν. Και η δικαιοσύνη αυτού επί υιοίς υιών, τοις φυλάσσουσι την διαθήκην αυτού και μεμνημένοις των εντολών αυτού του ποιήσαι αυτάς. Κύριος εν τω ουρανώ ητοίμασε τον θρόνον αυτού, και η βασιλεία αυτού πάντων δεσπόζει. Ευλογείτε τον Κύριον, πάντες οι άγγελοι αυτού, δυνατοί ισχύϊ ποιούντες τον λόγον αυτού, του ακούσαι της φωνής των λόγων αυτού. Ευλογείτε τον Κύριον, πάσαι αι δυνάμεις αυτού, λειτουργοί αυτού οι ποιούντες το θέλημα αυτού. Ευλογείτε τον Κύριον, πάντα τα έργα αυτού, εν παντί τόπω της δεσποτείας αυτού· ευλόγει η ψυχή μου, τον Κύριον.
Ψαλμός ΡΓ’. 103
Ερμηνεία
Ευλόγει, η ψυχή μου, τον Κύριον· Κύριε, ο Θεός μου, εμεγαλύνθης σφόδρα. Εξομολόγησιν και μεγαλοπρέπειαν ενεδύσω, αναβαλλόμενος φως ως ιμάτιον. Εκτείνων τον ουρανόν ωσεί δέρριν, ο στεγάζων εν ύδασι τα υπερώα αυτού. Ο τιθείς νέφη την επίβασιν αυτού, ο περιπατών επί πτερύγων ανέμων. Ο ποιών τους αγγέλους αυτού πνεύματα, και τους λειτουργούς αυτού πυρός φλόγα. Ο θεμελιών την γην επί την ασφάλειαν αυτής, ού κλιθήσεται εις τον αιώνα του αιώνος. ’Αβυσσος ως ιμάτιον το περιβόλαιον αυτού, επί τω ορέων στήσονται ύδατα. Από επιτιμήσεως σου φεύξονται, από φωνής βροντής σου δειλιάσουσιν. Αναβαίνουσιν όρη και καταβαίνουσι πεδία εις τον τόπον, όν εθεμελίωσας αυτά. ’Οριον έθου, ό ού παρελεύσονται, ουδέ επιστρέψουσι καλύψαι την γην. Ο εξαποστέλλων πηγάς εν φάραγξιν, αναμέσον των ορέων διελεύσονται ύδατα. Ποτιούσι πάντα τα θηρία του αγρού, προσδέξονται όναγροι εις δίψαν αυτών. Επ’αυτά τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσει, εκ μέσου των πετρών δώσουσι φωνήν. Ποτίζων όρη εκ των υπερώων αυτού· από καρπού των έργων σου χορτασθήσεται η γη. Ο εξανατέλλων χόρτον τοις κτήνεσι, και χλόην τη δουλεία των ανθρώπων, του εξαγαγείν άρτον εκ της γης. Και οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου· του ιλαρύναι πρόσωπον εν ελαίω, και άρτος καρδίαν ανθρώπου στηρίζει. Χορτασθήσονται τα ξύλα του πεδίου, αι κέδροι του Λιβάνου άς εφύτευσας. Εκεί στρουθία εννοσσεύσουσι· του ερωδιού η κατοικία ηγείται αυτών. ’Ορη τα υψηλά ταις ελάφοις, πέτρα καταφυγή τοις λαγωοίς. Εποίησε σελήνην εις καιρούς· ο ήλιος έγνω την δύσιν αυτού. ’Εθου σκότος, και εγένετο νύξ, εν αυτή διελεύσονται πάντα τα θηρία του δρυμού. Σκύμνοι ωρυόμενοι του αρπάσαι και ζητήσαι παρά τω Θεώ βρώσιν αυτοίς. Ανέτειλεν ο ήλιος, και συνήχθησαν, και εις τας μάνδρας αυτών κοιτασθήσονται. Εξελεύσεται άνθρωπος επί το έργον αυτού και επί την εργασίαν αυτού έως εσπέρας. Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας· επληρώθη η γη της κτίσεως σου. Αύτη η θάλασσα η μεγάλη και ευρύχωρος, εκεί ερπετά, ών ούκ έστιν αριθμός, ζώα μικρά μετά μεγάλων. Εκεί πλοία διαπορεύονται· δράκων ούτος όν έπλασας, εμπαίζειν αυτή. Πάντα προς σε προσδοκώσι, δούναι την τροφήν αυτών εις εύκαιρον· δόντος σου αυτοίς, συλλέξουσιν. Ανοίξαντος σου την χείρα, τα σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος. Αποστρέψαντος δε σου το πρόσωπον, ταραχθήσονται αντανελείς το πνεύμα αυτών, και εκλείψουσι, και εις τον χούν αυτών επιστρέψουσιν. Εξαποστελείς το πνεύμα σου, και κτισθήσονται, και ανακαινιείς το πρόσωπον της γης. ’Ητω η δόξα Κυρίου εις τους αιώνας· ευφρανθήσεται Κύριος επί τοις έργοις αυτού. Ο επιβλέπων επί την γην και ποιών αυτήν τρέμειν, ο απτόμενος των ορέων και καπνίζονται. ’Ασω τω Κυρίω, εν τη ζωή μου, ψαλώ τω Θεώ μου έως υπάρχω. Ηδυνθείη αυτώ η διαλογή μου, εγώ δε ευφρανθήσομαι επί τω Κυρίω. Εκλείποιεν αμαρτωλοί από της γης και άνομοι, ώστε μη υπάρχειν αυτούς. Ευλόγει η ψυχή μου, τον Κύρίον.
Ψαλμός ΡΔ’. 104
Ερμηνεία
Εξομολογείσθε τω Κυρίω και επικαλείσθε το όνομα αυτού, απαγγείλατε εν τοις έθνεσι τα έργα αυτού. ’Ασατε αυτώ και ψάλατε αυτώ διηγήσασθε πάντα τα θαυμάσια αυτού. Επαινείσθε εν τω ονόματι τω αγίω αυτού· ευφρανθήτω καρδία ζητούντων τον Κυριον. Ζητήσατε τον Κύριον και κραταιώθητε· ζητήσατε το πρόσωπον αυτού διαπαντός. Μνήσθητε των θαυμασίων αυτού, ών εποίησε, τα τέρατα αυτού και τα κρίματα του στόματος αυτού. Σπέρμα Αβραάμ δουλοι αυτού, υιοί Ιακώβ εκλεκτοί αυτού. Αυτός Κύριος ο Θεός ημών· εν πάση τη γη τα κρίματα αυτού. Εμνήσθη εις τον αιώνα διαθήκης αυτού, λόγου ού ενετείλατο εις χιλίας γενεάς. ’Ον διέθετο τω Αβραάμ, και του όρκου αυτού τω Ισαάκ. Και έστησεν αυτόν τω Ιακώβ εις πρόσταγμα και τω Ισραήλ εις διαθήκην αιώνιον, λέγων· Σοί δώσω την γην Χαναάν, σχοίνισμα κληρονομίας υμών. Εν τω είναι αυτούς αριθμώ βραχείς, ολιγοστούς και παροίκους εν αυτή. Και διήλθεν εξ έθνους εις έθνος, και εκ βασιλείας εις λαόν έτερον. Ούκ αφήκεν άνθρωπον αδικήσαι αυτούς και ήλεγξεν υπερ αυτών βασιλείς. Μη άπτεσθε των χριστών μου και εν τοις προφήταις μου μη πονηρεύεσθε. Και εκάλεσε λιμόν επί την γην, πάν στήριγμα άρτου συνέτριψε. Απέστειλεν έμπροσθεν αυτών άνθρωπον, εις δούλον επράθη Ιωσήφ. Εταπείνωσαν εν πέδαις τους πόδας αυτού, σίδηρον διήλθε η ψυχή αυτού μέχρι του ελθείν τον λόγον αυτού. Το λόγιον του Κυρίου επύρωσεν αυτόν· απέστειλε βασιλεύς και έλυσεν αυτόν, άρχων λαού και αφήκεν αυτόν. Κατέστησεν αυτόν κύριον του οίκου αυτού και άρχοντα πάσης της κτήσεως αυτού. Του παιδεύσαι τους άρχοντας αυτού ως εαυτόν και τους πρεσβυτέρους αυτού σοφίσαι. Και εισήλθεν Ισραήλ εις Αίγυπτον, και Ιακώβ παρώκησεν εν γη Χαμ. Και ηύξησε τον λαόν αυτού σφόδρα και εκραταίωσεν αυτόν υπέρ τους εχθρούς αυτού. Μετέστρεψε την καρδίαν αυτού του μισήσαι τον λαόν αυτού, του δολιούσθαι εν τοις δούλοις αυτού. Εξαπέστειλε Μωϋσής τον δούλον αυτού, Ααρών, όν εξελέξατο εαυτώ. ’Εθετο εν αυτοίς τους λόγους των σημείων αυτού και των τεράτων αυτού εν γη Χαμ. Εξαπέστειλε σκότος και εσκότασεν, ότι παρεπίκραναν τους λόγους αυτού. Μετέστρεψε τα ύδατα αυτών εις αίμα, και απέκτεινε τους ιχθύας αυτών. Εξύρψεν η γή αυτών βατράχους εν τοις ταμείοις των βασιλέων αυτών. Είπε, και ήλθε κυνόμυια και σκνίπες εν πάσι τοις ορίοις αυτών. ’Εθετο τας βροχάς αυτών χάλαζαν, πύρ καταφλέγον εν τη γη αυτών. Και επάταξε τας αμπέλους αυτών και τας συκάς αυτών και συνέτριψε παν ξύλον ορίου αυτών. Είπε, και ήλθεν ακρίς και βρούχος, ού ούκ ην αριθμός. Και κατέφαγε πάντα χόρτον εν τη γη αυτών, και κατέφαγε πάντα τον καρπόν της γής αυτών. Και επάταξε πάν πρωτότοκον εν τη γη αυτών· απαρχήν παντός πόνου αυτών. Και εξήγαγεν αυτούς εν αργυρίω και χρυσίω, και ούκ ην εν ταις φυλαίς αυτών ο ασθενών. Ευφράνθη Αίγυπτος εν τη εξόδω αυτών, ότι επέπεσεν ο φόβος αυτών επ’αυτούς. Διεπέτασε νεφέλην εις σκέπην αυτοίς και πυρ του φωτισμού αυτοίς την νύκτα. ’Ητησαν και ήλθεν ορτυγομήτρα, και άρτον ουρανού ενέπλησεν αυτούς. Διέρρηξε πέτραν, και ερρύησαν ύδατα, επορεύθησαν εν ανύδροις ποταμοί. ’Οτι εμνήσθη του λόγου του αγίου αυτού, του προς Αβραάμ τον δούλον αυτού. Και εξήγαγε τον λαόν αυτού εν αγαλλιάσει, και τους εκλεκτούς αυτού εν ευφροσύνη. Και έδωκεν αυτοίς χώρας εθνών, και πόνους λαών κατεκληρονόμησαν. ’Οπως αν φυλάξωσι τα δικαιώματα αυτού, και τον νόμον αυτού εκζητήσωσιν.